ξυστήριος

ξυστήριος
ξυστ-ήριος, ον,
A of or for scraping: τὸ ξ., dentist's instrument for scaling teeth, Paul.Aeg.6.28.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ξυστήριος — ξυστήριος, ον (ΑΜ) [ξυστήρ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ξύσιμο ή ο κατάλληλος για ξύσιμο, για ροκάνισμα, για σκάλισμα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ξυστήριον οδοντιατρικό εργαλείο για απόξεση τών δοντιών …   Dictionary of Greek

  • ξυστηρίῳ — ξυστήριος of masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυστήρια — ξυστήριος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”